- πρίορες
- oἱ, Μοι αξιωματικοί στρατεύματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. priores, πληθ. τού prior «πρώτος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρίωρ — ορος, ὁ, Α 1. ο πρώτος 2. στον πληθ. οἱ πρίορες οι πρεσβύτεροι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. prior, ōris «πρώτος» (πρβλ. priores «προγενέστεροι»)] … Dictionary of Greek